χίπης

χίπης
ο, θηλ. χίπισσα, Ν
νέος τής δεκαετίας τού 1960, ο οποίος εξέφραζε την άρνησή του απέναντι στις καθιερωμένες κοινωνικές συμβάσεις και στους θεσμούς με έναν ασυνήθιστο τρόπο ζωής και ντυσίματος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αγγλ. hippy].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • χίπικος — η, ο, Ν [χίπης] αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε χίπηδες ή αυτός που αρμόζει σε χίπηδες …   Dictionary of Greek

  • χιπισμός — ο, Ν το κίνημα τών χίπηδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < χίπης + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”